- συνεκκομίζειν
- συνεκκομίζωhelp to carry awaypres inf act (attic epic)συνεκκομίζωhelp to carry awaypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ … Dictionary of Greek
συνεκκομίζω — Α 1. μεταφέρω συγχρόνως 2. φροντίζω από κοινού την εκφορά νεκρού 3. υπομένω, υποφέρω μαζί με κάποιον («δεῑ δή με... μόχθον πικουφίζουσαν... συνεκκομίζειν σοὶ πόνους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκομίζω «μεταφέρω, υποφέρω»] … Dictionary of Greek